έμπλεκτος

έμπλεκτος
-η, -ο (AM ἔμπλεκτος, -ον)
πλεγμένος, συνδεμένος με πλοκή
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὀ ἔμπλεκτον
είδος τοιχοδομίας κατά την οποία τα εξωτερικά μέρη τού τοίχου οικοδομούνται με χοντροπελεκημένες πέτρες και τα ενδιάμεσα κενά γεμίζονται με χαλίκια (και αργότερα με αμμοκονίαμα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”